ετερόρρυθμος

ετερόρρυθμος
ος , ον
1) имеющий иной ритм; 2) имеющий иную форму; 3):

ετερόρρυθμος εταιρεία — акционерное общество, компания с ограниченной ответственностью;

ετερόρρυθμος εταίρος — акционер, компаньон с ограниченной ответственностью


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ετερόρρυθμος" в других словарях:

  • ετερόρρυθμος — η, ο (Α ἑτερόρρυθμος, ον και ιων. τ. ἑτερόρρυσμος, ον) αυτός που έχει ρυθμό διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή διαφορετικό από τον ρυθμό ενός άλλου νεοελλ. 1. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόσχημος 2. φρ. α) «ετερόρρυθμη εταιρεία»… …   Dictionary of Greek

  • ετερόρρυθμος — η, ο 1. αυτός που έχει διάφορο ρυθμό. 2. (νομ.), όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη νομική θέση των εταίρων μιας εταιρείας: Ετερόρρυθμη εταιρεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑτερορρύθμους — ἑτερόρρυθμος of different rhythm masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτερόρρυθμοι — ἑτερόρρυθμος of different rhythm masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Types of business entity — Companies law Company  …   Wikipedia

  • Tipos de entidad empresarial — Hay muchos tipos de entidades empresariales definidos en los sistemas legales de varios países. Estos incluyen corporaciones, asociaciones, unipersonales y otros tipos especializados de organización. Algunos de estos tipos se enumeran a… …   Wikipedia Español

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»